- δεδειπνισμένων
- δειπνίζωentertain at dinnerperf part mp fem gen plδειπνίζωentertain at dinnerperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειπνίζω — (AM δειπνίζω) [δείπνον] παραθέτω δείπνο σε κάποιον, καλώ κάποιον σε δείπνο νεοελλ. δειπνώ αρχ. «βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα … Dictionary of Greek